ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws
αἰόλος, περιποίκιλος, παρδαλωτός, ποικίλος, στικτός, νεβρίας, βαλιός, ψαρός, κατάστικτος, ποικιλοδέρμων