Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
ἔκτοπος, δεινός, τεράστιος, ἀλλόκοτος, νεοχμός, παράτροπος, παράδοξος, ἄτοπος, ἴδιος, ξένος, θαυμάσιος, καινός, ὑπερφυής, θαυμαστός