терпеливый
From LSJ
Russian > Greek
καρτερικός, ὑπομενετικός, ὑπομενητικός, μενετός, ταλασίφρων, καρτερός, στερρός, ἀνασχετικός, ἀνεξίκακος, τλητός, τλατός, τολμήεις, μακρόθυμος, τλήμων, τλάμων
καρτερικός, ὑπομενετικός, ὑπομενητικός, μενετός, ταλασίφρων, καρτερός, στερρός, ἀνασχετικός, ἀνεξίκακος, τλητός, τλατός, τολμήεις, μακρόθυμος, τλήμων, τλάμων