трудность
From LSJ
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
Russian > Greek
πρόβλημα, αἶπος, περισκέλεια, δυστραπέλεια, δυστραπελία, δυσκολία, διαπόρημα, χαλεπόν, ἀπόρημα, δυσχρηστία, ἐπίπονον, δυσεργία, χαλεπότης, δυσχέρεια