хитрый
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
Russian > Greek
ἀποστερητικός, ἐπίκλοπος, κλόπιος, πολύπλοκος, τεχνικός, εὐτράπελος, πολύτροπος, παλιντριβής, ἄφυκτος, πανοῦργος, δριμύς, κερδαλέος, ἐπίτριπτος, μέρμερος, δολόεις, δολερός, δολιόμητις, κακοξύνετος, κομψός, ἑλικτός