ἐπίκλοπος
Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
English (LSJ)
ον, thievish, tricky, wily, ἠπεροπῆά τ' ἔμεν καὶ ἐ. Od. 11.364; κερδαλέος κ' εἴη καὶ ἐ. 13.291; ἐ. ἦθος, of women, Hes. Op. 67, cf. A. Eu. 149 (lyr.); ἐπικλοπώτερον… τὸ θῆλυ Pl. Lg. 781a; ἐ. λόγοις χρῆσθαι Corn. ND 16. Adv., Comp. -ώτερον Procop. Arc. 25, Goth. 4.30.
c. gen., ἐ. ἔπλεο μύθων cunning in speech, Il. 22.281; ἐ. ἔπλετο τόξων cunning in archery, Od. 21.397.
German (Pape)
[Seite 950] diebisch, betrügerisch, schlau, gew. zum Nachtheile Anderer, καὶ ἠπεροπεύς Od. 11, 364; καὶ κερδαλέος 13, 291; ἀρτιεπὴς καὶ ἐπίκλοπος ἔπλεο μύθων, gewandt im Reden, Il. 22, 281, wie τόξων, des Bogens kundig, Od. 21, 397; Hes. vrbdt κύνεόν τε νόον καὶ ἐπίκλοπον ἦθος O. 67. 78; Aesch. Eum.144 u. sp. D., wie μῆτις Ap. Rh. 3, 781. – Seltener in Prosa, γένος λαθραιότερον καὶ ἐπικλοπώτερον τὸ θῆλυ Plat. Legg. VI, 781 a; einzeln bei Sp., καὶ πανοῦργος ἀνήρ App. Syr. 24; δογμάτων, kundig, Plut. def. or. 23, Anspielung auf Hom.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 enclin au vol ; en gén. enclin à la dissimulation, dissimulé, rusé;
2 qui connaît toutes les ruses de, habile en : ἐπίκλοπος μύθων IL adroit pour parler ; ἐπίκλοπος τόξων OD adroit à tirer de l'arc.
Étymologie: ἐπί, κλέπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίκλοπος:
1 воровской, лукавый, хитрый, коварный (κερδαλέος καὶ ἐ. Hom.; ἦθος Hes.; παῖς Διός, sc. Ἀπόλλων Aesch.): ἐ. μύθων Hom. хитро говорящий;
2 ловкий, искусный (δογμάτων τε καὶ λόγων παντοδαπῶν Plut.): ἐ. τόξων Hom. искусно владеющий луком.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίκλοπος: -ον, (κλέπτω) κλεπτικός, πανοῦργος, κρυψίνους, ἀπατεών, δόλιος, ἠπεροπῆά τ’ ἔμεν καὶ ἐπίκλοπον Ὀδ. Λ. 364· κερδαλέος κ’ εἴη καὶ ἐπίκλ. Ν. 291· ἐπ. ἦθος, ἐπὶ γυναικῶν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 67, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 149· ἐπικλοπώτερον... τὸ θῆλυ Πλάτ. Νόμ. 781Α. 2) μετὰ γεν., ἐπίκλοπος ἔπλεο μύθων, πονηρός, πανοῦργος ἐν τοῖς λόγοις, Ἰλ. Χ. 281· ἐπίκλοπος ἔπλετο τόξων, ἐπιτήδειος, ἱκανός ἐν τῇ χρήσει τῶν τόξων, Ὀδ. Φ. 397.
English (Autenrieth)
(κλέπτω): thievish, cunning, sly rogue; μύθων, τόξων, ‘filcher’ (combined skill and rascality), Il. 22.281, Od. 21.397.
Greek Monolingual
ἐπίκλοπος, -ον (AM) επικλέπτω
1. δόλιος, πανούργος, κατεργάρης («ὑπεροπῆά τ’ ἔμεν καὶ ἐπίκλοπον», Ομ. Οδ.)
2. πονηρός, απατηλός σε κάτι («ἀλλά τις ἀρτιεπὴς καὶ ἐπίκλοπος ἔπλεο μύθων», Ομ. Ιλ.)
3. αυτός που χειρίζεται κάτι με επιδεξιότητα (α. «ἐπίκλοπος ἔπλετο τόξων», Ομ. Οδ.
β. «ἐπίκλοπος ἔπλετο δογμάτων τε καὶ λόγων παντοδαπῶν», Πλούτ.).
επίρρ...
ἐπικλόπως
δόλια, απατηλά.
Greek Monotonic
ἐπίκλοπος: -ον (κλέπτω),·
1. αυτός που έχει συνήθεια να κλέβει, πανούργος, σε Όμηρ., Αισχύλ.
2. με γεν., ἐπίκλοπος μύθων, πανούργος, πονηρός στα λόγια, σε Όμηρ.
Middle Liddell
ἐπί-κλοπος, ον κλέπτω
1. thievish, wily, Od., Aesch.
2. c. gen., ἐπίκλοπος μύθων cunning in speech, Hom.