ἀβάσκανος

From LSJ

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand, and I will move the Earth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀβάσκᾰνος Medium diacritics: ἀβάσκανος Low diacritics: αβάσκανος Capitals: ΑΒΑΣΚΑΝΟΣ
Transliteration A: abáskanos Transliteration B: abaskanos Transliteration C: avaskanos Beta Code: a)ba/skanos

English (LSJ)

ἀβάσκανον, (βασκαίνω) free from envy, Teles p.56.1 H.; τὸ ἀβάσκανον = lack of envy Ph. 1.252; unprejudiced, μάρτυς J.BJ1.9.4. Adv. ἀβασκάνως = without envy, without jealousy M.Ant.1.16.

Spanish (DGE)

-ον
I que no atrae envidias ἀβάσκανον δὲ τοῦτο αὐτοῖς γένοιτο Tz.Com.Ar.1.99.11.
II 1no envidioso, que no tiene malicia Teles 7.56, τὸ ἀβάσκανον καὶ φιλόδωρον Ph.1.252, cf. Amph.Seleuc.10.
2 imparcial μάρτυς I.BI 1.192.
III adv. ἀβασκάνως = sin envidia, sin despertar envidias τὸ παραχωρητικὸν ἀβασκάνως τοῖς δύναμίν τινα κεκτημένοις el dar paso sin envidia al que tenga especiales dotes M.Ant.1.16.6, ἀ. ... τοῖς ἀδελφοῖς συνεβίωσε Ael.VH 9.1, (τὸν μονογενῆ υἱὸν) βασιλείαν οὐρανῶν ... ἀβάσκανον πᾶσιν δωρεῖσθαι Didym.Trin.1.34.4.

German (Pape)

[Seite 2] neidlos, Teles. Stob. 163, 83; Sp. auch adv.

Greek (Liddell-Scott)

ἀβάσκᾰνος: ον (βασκαίνω) ἐλεύθερος φθόνου. Τελ. παρὰ Στοβ. 575 τέλ. ἐπίρρ. -νως, Μ. Ἀντων. 1, 16.