ἀθλοθετέω
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
English (LSJ)
(τίθημι)
A offer a prize, offer rewards, LXX 4 Ma.17.12; τισί Clearch.18.
II preside over, direct, metaph., τὸν Ῥωμαϊκὸν ὄλεθρον Eun.Hist.p.264 D., cf. Hld.7.12.
Spanish (DGE)
I intr.
1 ser juez que entrega el premio y preside los juegos metáf. τοῖς γέρασιν ... ἅπερ ἡ φύσις ἀπένειμεν ... ἀθλοθετοῦσα Ph.5.144C.-W., ἠθλοθέτει ... ἀρετή LXX 4Ma.17.12.
2 gener. recompensar ὁ Περσῶν βασιλεὺς ἀθλοθετῶν τοῖς τὰς ἡδονὰς αὐτῷ πορίζουσιν Clearch.50.
II tr. presidir como juez metáf. ὁ ... Ἑλλανοδίκης Γαινᾶς τὸν Ῥωμαϊκὸν ὄλεθρον ἠθλοθέτει Eun.Hist.67.12, ἡ τὰ κατ' αὐτοὺς ἀθλοθετοῦσα τύχη la suerte que se ceba en ellos Hld.7.12.2.
German (Pape)
[Seite 47] Kampfpreise aussetzen, Poll. 3, 140; übh. Belohnungen aussetzen, τινί, Ath. XII, 539 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀθλοθετέω: (τίθημι) = προτείνω βραβεῖόν τι, προσφέρω ἀμοιβάς, Μακκ. Δϳ, ιζϳ, 12· τινί, Ἀθήν. 539Β. ΙΙ. διευθύνω, κυβερνῶ, Ἡλιόδ. 7, 12.