ἀκανώδης

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκᾰνώδης Medium diacritics: ἀκανώδης Low diacritics: ακανώδης Capitals: ΑΚΑΝΩΔΗΣ
Transliteration A: akanṓdēs Transliteration B: akanōdēs Transliteration C: akanodis Beta Code: a)kanw/dhs

English (LSJ)

ἀκανῶδες, thistle-headed; τὸ τῶν ἀ. γένος Thphr. HP 1.10.6, cf. 6.4.3.

Spanish (DGE)

-ες
parecido a la cabezuela del cardo ἡ δὲ κύησις οὐκ ἀκανώδης ἀλλὰ προμήκης αὐτοῦ Thphr.HP 6.4.8, γένος ἀκανῶδες variedad de plantas que tienen una cabezuela como la del cardo Thphr.HP 6.4.3.

German (Pape)

[Seite 68] dem ἄκανος ähnlich, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκᾰνώδης: -ες, ὅμοιος ἀκάνῳ, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 6. 4, 3.

Greek Monolingual

ἀκανώδης (-ους), -ες (Α) ἄκανος
αυτός που μοιάζει με άκανον, αγκαθερός.