ἀκανώδης
From LSJ
English (LSJ)
ἀκανῶδες, thistle-headed; τὸ τῶν ἀ. γένος Thphr. HP 1.10.6, cf. 6.4.3.
Spanish (DGE)
-ες
parecido a la cabezuela del cardo ἡ δὲ κύησις οὐκ ἀκανώδης ἀλλὰ προμήκης αὐτοῦ Thphr.HP 6.4.8, γένος ἀκανῶδες variedad de plantas que tienen una cabezuela como la del cardo Thphr.HP 6.4.3.
German (Pape)
[Seite 68] dem ἄκανος ähnlich, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκᾰνώδης: -ες, ὅμοιος ἀκάνῳ, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 6. 4, 3.
Greek Monolingual
ἀκανώδης (-ους), -ες (Α) ἄκανος
αυτός που μοιάζει με άκανον, αγκαθερός.