ἀκριτόβουλος
From LSJ
English (LSJ)
ἀκριτόβουλον, indiscreet of counsel, Man.4.530.
Spanish (DGE)
(ἀκρῐτόβουλος) -ον irreflexivo Man.4.530, Orac.Sib.1.110.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρῐτόβουλος: -ον, ὁ μὴ ἔχων διάκρισιν ἐν τοῖς βουλεύμασιν αὐτοῦ, Μανέθ. 4. 530.
Greek Monolingual
ἀκριτόβουλος, -ον (Α)
ο απερίσκεπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκριτος + -βουλος < βουλή.
German (Pape)
unbesonnen, Man. 4.530.