ἀκτινογραφία

English (LSJ)

ἡ, treatise on radiation (by Democritus), D.L. 9.48.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκτῑνογρᾰφία: ἡ, πραγματεία περὶ ἀκτινοβολίας (ὑπὸ Δημοκρίτου), Διογέν. Λ. 9.48.

Greek Monolingual

ή (Α ἀκτινογραφία)
νεοελλ.
1. αποτύπωση φωτογραφικών εικόνων με τη βοήθεια τών ακτίνων Χ (Ραίντγκεν), ακτινογράφηση
2. η πλάκα επάνω στην οποία αποτυπώθηκε η φωτογραφική εικόνα με τις ακτίνες Χ
3. (για ανθρώπους) υπερβολικά αδύνατος, λεπτός
αρχ.
τίτλος πραγματείας του Δημοκρίτου για τις ακτίνες του φωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκτὶς (-ίνα) + -γραφία (< -γράφος < γράφω)
ο νεώτερος επιστημον. όρος ακτινογραφία αποτελεί απόδοση στα Ελληνικά του γαλλ. radio-graphie (< λατ. radius, «ακτίνα», + -graphie < ελλ. -γραφία < -γράφος < γράφω).
ΠΑΡ. νεοελλ. ακτινογραφικός].

German (Pape)

[ῑ], ἡ, Lehre von den Lichtstrahlen, eine Schrift des Demokrit bei Diog.L. 9.48.