ἀκόμψευτος

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκόμψευτος Medium diacritics: ἀκόμψευτος Low diacritics: ακόμψευτος Capitals: ΑΚΟΜΨΕΥΤΟΣ
Transliteration A: akómpseutos Transliteration B: akompseutos Transliteration C: akompseftos Beta Code: a)ko/myeutos

English (LSJ)

ἀκόμψευτον, unadorned, of style, D.H.Comp.22.

Spanish (DGE)

-ον carente de adorno, ἁρμονία λόγου D.H.Comp.22.6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκόμψευτος: -ον, ὁ μὴ κομψευόμενος, ἀνεπιτήδευτος, φυσικός, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 178. 200.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκόμψευτος, -ον) κομψεύω
νεοελλ.
(για πρόσωπα) ο μή κομψευόμενος, ανεπιτήδευτος
αρχ.
(για ύφος λόγου) απέριττος, απλός, φυσικός.

German (Pape)

prunklos, vom Stil, Dion.Hal. C. V, 22.