ἀλαβάστιον

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλᾰβάστιον Medium diacritics: ἀλαβάστιον Low diacritics: αλαβάστιον Capitals: ΑΛΑΒΑΣΤΙΟΝ
Transliteration A: alabástion Transliteration B: alabastion Transliteration C: alavastion Beta Code: a)laba/stion

English (LSJ)

τό, Dim. of ἀλάβαστος, Eub.100. ἀλαβαστῖτις, v. ἀλαβαστρίτης. ἀλᾰβαστοθήκη, ἡ, case for alabaster ornaments, Ἐφ. Ἀρχ.1908.443, D.19.237: generally, small box or casket, Ar.Fr. 548 (-στρο-), PLond.2.12 (-στρο-).

Spanish (DGE)

(ἀλᾰβάστιον) -ου, τό
• Prosodia: [ᾰ-]
pequeño vaso de ungüentos Eub.98.

German (Pape)

[Seite 88] τό, dim. von ἀλάβαστος, Eubul. Poll. 15, 120.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλᾰβάστιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἀλάβαστος, Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισιν» 7.

Greek Monolingual

ἀλαβάστιον, το (Α)
μικρό αγγείο (από αλάβαστο ή και άλλη ύλη).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. της λ. ἀλάβαστος.