ἀλλοιόμορφος

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλλοιόμορφος Medium diacritics: ἀλλοιόμορφος Low diacritics: αλλοιόμορφος Capitals: ΑΛΛΟΙΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: alloiómorphos Transliteration B: alloiomorphos Transliteration C: alloiomorfos Beta Code: a)lloio/morfos

English (LSJ)

ἀλλοιόμορφον, strangely formed, ἄνθρωπος Hanno Peripl.7; θεωρία Onos.10.28.

Spanish (DGE)

-ον
1 de variaciones en la forma, de anormalidades θεωρία observación de variaciones en la forma (de las entrañas de las víctimas), Onas.10.28.
2 de forma extraña, extrañamente conformado Hanno Peripl.7.

German (Pape)

[Seite 103] verschieden gestaltet, Onosand. 10, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλοιόμορφος: -ον, ὁ ἔχων ἀλλοῖον σχῆμα ἢ μορφήν, ἀλλοειδής, Ἄννων Περίπλ. σ. 3.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀλλοιόμορφος, -ον)
αυτός που έχει μεταβαλλόμενη μορφή, ο παράδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλοῖος + -μορφος < μορφή.