ἀμφίτρητος
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
ἀμφίτρητον, pierced through, AP6.233 (Maec.).
Spanish (DGE)
-ον
horadado de un lado a otro κημός AP 6.233 (Maec.), τὸ ἐξ ἑκατέρων τῶν μερῶν τετρημένον ἄντρον Sud.
German (Pape)
[Seite 145] durchlöchert, κημός Maec. 6 (VI, 233).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
percé des deux côtés.
Étymologie: ἀμφί, τιτραίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίτρητος: Anth. = ἀμφιτρής.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίτρητος: -ον, (*τράω) ὁ ἑκατέρωθεν τετρυπημένος, διάτρητος, Ἀνθ. Π. 6. 233.
Greek Monotonic
ἀμφίτρητος: -ον, διατρυπημένος, σε Ανθ.
Middle Liddell
[*τράω]
pierced through, Anth.