ἀμφιμήτορες
From LSJ
English (LSJ)
οἱ, αἱ, (μήτηρ) brothers or sisters by different mothers but the same father, A.Fr.76, E.Andr.466 (lyr.): sg. in Hsch.; cf. ἀμφιπάτορες.
French (Bailly abrégé)
ων (οἱ, αἱ) :
frères ou sœurs de mères différentes.
Étymologie: ἀμφί, μήτηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιμήτορες: дор. ἀμφιμάτορες (μᾱ) οἱ и αἱ единокровные (но не единоутробные) братья или сестры Aesch., Eur.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιμήτορες: οἱ, αἵ, (μήτηρ) ἀδελφοὶ ἢ ἀδελφαὶ ἐκ διαφόρων μητέρων, ἀλλ’ ἐκ τοῦ αὐτοῦ πατρός, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 70, Εὐρ. Ἀνδρ. 465· πρβλ. ἀμφιπάτορες.
Greek Monolingual
ἀμφιμήτορες, οι, αι (Α)
αδέλφια από διαφορετικές μητέρες αλλά από τον ίδιο πατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -μήτορες < μήτηρ.
Greek Monotonic
ἀμφιμήτορες: οἱ, αἱ (μήτηρ), αδέλφια από διαφορετικές μητέρες, σε Ευρ.