ἀμφοτεροδέξιος
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
ἀμφοτεροδέξιον, = ἀμφιδέξιος, LXX Jd.3.15,Aristaenet.1.8, Gal.18(1).147.
Spanish (DGE)
-ον
ambidextro, ἀνήρ LXX Id.3.15, 20.16, ἱππότης Aristaenet.1.8.1, cf. Gal.18(1).147.
German (Pape)
[Seite 146] = ἀμφιδέξιος, Aristaen. 1, 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφοτεροδέξιος: -ον, = ἀμφιδέξιος, Ἑβδ. (Κριτ. γ΄, 15), Ἀρισταίν. 1. 8.
Greek Monolingual
ἀμφοτεροδέξιος, -ον (ΑΜ)
ο αμφιδέξιος, αυτός που χρησιμοποιεί εξίσου καλά και τα δύο του χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφότεροι + -δέξιος < δεξιός.