Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀμωρία

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25

Greek Monolingual

η (ΑΜ μωρία, Α ιων. τ. μωρίη, Μ και ἀμωρία) μωρός
η ιδιότητα του μωρού, βλακεία, ανοησία, αφροσύνη
νεοελλ.
ιατρ. διανοητική καθυστέρηση σε βαθμό που απαιτείται φροντίδα και προστασία του πάσχοντος
(νεοελλ.-μσν.) λόγος ή πράξη ανόητη, απερίσκεπτη, κουταμάρα
μσν.
πράξη, κατόρθωμα της παιδικής ηλικίας
αρχ.
1. (ευφημιστικά) αθέμιτος, παράνομος έρωτας
2. φρ. «ὀφλισκάνω μωρίαν» — φαίνομαι ανόητος, επισύρω με τις πράξεις μου για τον εαυτό μου την υποψία ότι είμαι ανόητος, κατηγορούμαι ως μωρός
3. (κατά τον Ησύχ.) «μωρίαι
ἁμαρτίαι».