ἀνάδεμα
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English (LSJ)
poet. ἄνδεμα, ατος, τό, = ἀνάδημα, IG5(1).1390.22 (Andania, i B. C.), AP7.423 (Antip.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Alolema(s): poet. ἄνδεμα AP 7.423 (Antip.Sid.)
cinta para sujetar el cabello IG 5(1).1390.22 (Andania I a.C.), AP l.c., cf. ἀνάδημα.
German (Pape)
[Seite 186] τό, das Umgebundene, Stirnband, ἄνδεμα Ant. Sid 89 (VII, 423).
Russian (Dvoretsky)
ἀνάδεμα: ατος τό Anth. = ἀνάδημα.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάδεμα: ποιητ. ἄνδεμα, ατος, τό, = ἀνάδημα, Ἀνθολ. Π. 7. 423.
Greek Monolingual
το, ἀναδεύω
1. ανακίνηση, ανακάτεμα, ανάδευση
2. (για το αλεύρι) αυτό που αναδεύτηκε, που ζυμώθηκε.