ἀνάτρητος
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ἀνάτρητον, bored through, ἐμβάδες Suid.
Spanish (DGE)
-ον perforado ἐμβάδες Synes.Ep.52, Sud.
German (Pape)
[Seite 212] durchbohrt, Synes.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάτρητος: -ον, ὁ διάτρητος, τετρυπημένος, Συνέσ. 189C.