ἀνέμετος
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
or ἀνήμετος, ον, without vomiting, Hp.Prorrh.1.85, Epid. 2.3.1. Adv. ἀνεμέτως Coac.546.
German (Pape)
[Seite 222] ohne Erbrechen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέμετος: ἄνευ ἐμέτου, Ἱππ. Προρρ. 73. ― Ἐπίρρ. -τως αὐτόθι. Ἀπαντᾷ ὡσαύτως τύπος τις ἀνήμετος, ἀνημέτως αὐτόθι 207Η, 1020. 1: ἴδε Λοβ. Φρύν. 706.