ἀνέμετος

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέμετος Medium diacritics: ἀνέμετος Low diacritics: ανέμετος Capitals: ΑΝΕΜΕΤΟΣ
Transliteration A: anémetos Transliteration B: anemetos Transliteration C: anemetos Beta Code: a)ne/metos

English (LSJ)

or ἀνήμετος, ον, without vomiting, Hp.Prorrh.1.85, Epid. 2.3.1. Adv. ἀνεμέτως Coac.546.

German (Pape)

[Seite 222] ohne Erbrechen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέμετος: ἄνευ ἐμέτου, Ἱππ. Προρρ. 73. ― Ἐπίρρ. -τως αὐτόθι. Ἀπαντᾷ ὡσαύτως τύπος τις ἀνήμετος, ἀνημέτως αὐτόθι 207Η, 1020. 1: ἴδε Λοβ. Φρύν. 706.

Greek Monolingual

ἀνέμετος και ἀνήμετος, -ον (Α)
Ιατρ. ο χωρίς εμετό.