ἀναίσιμος

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναίσιμος Medium diacritics: ἀναίσιμος Low diacritics: αναίσιμος Capitals: ΑΝΑΙΣΙΜΟΣ
Transliteration A: anaísimos Transliteration B: anaisimos Transliteration C: anaisimos Beta Code: a)nai/simos

English (LSJ)

ἀναίσιμον, unseemly, δῆρις Emp.27a.

Spanish (DGE)

-ον desigual, δῆρις Emp.B 27a.

Greek Monolingual

ἀναίσιμος, -ον (Α)
αυτός που δεν αρμόζει, απρεπής, ανάρμοστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + αἴσιμος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀναισιμῶ].