Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Full diacritics: ἀναίσιμος | Medium diacritics: ἀναίσιμος | Low diacritics: αναίσιμος | Capitals: ΑΝΑΙΣΙΜΟΣ |
Transliteration A: anaísimos | Transliteration B: anaisimos | Transliteration C: anaisimos | Beta Code: a)nai/simos |
ἀναίσιμον, unseemly, δῆρις Emp.27a.
-ον desigual, δῆρις Emp.B 27a.
ἀναίσιμος, -ον (Α)
αυτός που δεν αρμόζει, απρεπής, ανάρμοστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + αἴσιμος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀναισιμῶ].