ἀναβλυστάνω
From LSJ
Aeschylus, fr. 317
English (LSJ)
= ἀναβλύζω, Str.Chr.16.22, Procop.Aed.2.3, al.:—also ἀναβλυσθαίνω, Sch.Pl.Ti.22e: ἀμβλυσθονῆσαι or ἀνατονῆσαι, Eup.105, cf. Eust.1095.8, EM200.52.
Spanish (DGE)
1 fluir a borbotones Str.Chr.16.22, κρήνη Procop.Aed.2.3.24, πηγαί Procop.Aed.3.7.20.
2 subir de nuevo, salir a la superficie, emerger ῥιφέντες ... ἐπ' αὐτῇ (sc. τῇ Νεκρᾷ θαλάσσῃ) ζῶντες ἄνθρωποι ἀναβλυστάνουσι Eust.Ant.Hex.M.18.761C.
German (Pape)
[Seite 181] hervorsprudeln, Sp.
Greek Monolingual
ἀναβλυστάνω (ΑΜ)
αναβλύζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + βλυστάνω «βλύζω»].