ἀναγκαιώδης

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναγκαιώδης Medium diacritics: ἀναγκαιώδης Low diacritics: αναγκαιώδης Capitals: ΑΝΑΓΚΑΙΩΔΗΣ
Transliteration A: anankaiṓdēs Transliteration B: anankaiōdēs Transliteration C: anagkaiodis Beta Code: a)nagkaiw/dhs

English (LSJ)

ἀναγκαιῶδες, = ἀναγκαῖος II.4, in Comp., τὰ ἀναγκαιωδέστερα τῶν λόγων Sch.E.Ph. 494.

Greek Monolingual

ἀναγκαιώδης, -ες (Μ) αυτός που μόλις αρκεί, απαραίτητος, ουσιώδης, βασικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναγκαῖος + -ώδης].