ἀναγκαιώδης
From LSJ
καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink
English (LSJ)
ἀναγκαιῶδες, = ἀναγκαῖος II.4, in Comp., τὰ ἀναγκαιωδέστερα τῶν λόγων Sch.E.Ph. 494.
Greek Monolingual
ἀναγκαιώδης, -ες (Μ) αυτός που μόλις αρκεί, απαραίτητος, ουσιώδης, βασικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναγκαῖος + -ώδης].