ἀνδριαντίσκος
From LSJ
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
English (LSJ)
ὁ, = ἀνδριάντιον, statuette, IG2². 47.5, 20 (iv BC), 11.161B 17, 60 (Delos, iii BC), GDI 5702 (Samos) ; puppet, Plu. Thes. 20.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ estatuilla, δύο δὲ μικροὺς ἀ. ἱδρύσασθαι Paeo 2, cf. IG 22.47.5, 20 (IV a.C.), 11(2).161B.17, 60 (Delos III a.C.), GDI 5702.42 (Samos).
German (Pape)
[Seite 217] ὁ, dim. von ἀνδριάς, kleine Bildsäule, Plut. Thes. 20 Dem. 19.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
statuette.
Étymologie: dim. de ἀνδριάς.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδριαντίσκος: ὁ статуэтка, фигурка Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδριαντίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ ἀνδριάς, Πλουτ. Θησ. 20, κτλ.
Greek Monotonic
ἀνδριαντίσκος: ὁ, υποκορ. του ἀνδριάς, ομοίωμα ανδρός, σε Πλούτ.