ἀνεκδίκητος
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
ἀνεκδίκητον, unavenged, J.AJ20.3.1; unpunished, PGoodsp.15.5; βλασφημίαι Just.Nov.77.1.1, cf.137Pr.
Spanish (DGE)
-ον
1 no vengado ἐμοῦ γὰρ ἀνεκδικήτου περιοφθέντος porque si me deja sin vengar I.AI 20.57.
2 no castigado βλασφημίαι Iust.Nou.77.1.1, cf. 137 proem., PGoodsp.Cair.15.5.
German (Pape)
[Seite 221] ungerächt, ungestraft, Ioseph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεκδίκητος: -ον, ὃν δὲν ἐξεδικήθη τις, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 20. 3, 1, Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λ. νήποινοι.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεκδίκητος, -ον)
1. εκείνος που έμεινε ατιμώρητος, που δεν τον εκδικήθηκε κανείς
2. εκείνος που δεν εκδικήθηκε, δεν πήρε εκδίκηση.