ἀνεπισκεψία
From LSJ
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
English (LSJ)
ἡ, disregard, Arist. APo.79a6.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
desatención, falta de reflexión οὐκ ἴσασι δι' ἀνεπισκεψίαν Arist.APo.79a6.
German (Pape)
[Seite 225] ἡ, Nichtbeachtung, Unachtsamkeit, Arist. Anal. post. 1, 13.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπισκεψία: ἡ оставление без рассмотрения, невнимание, пренебрежение Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπισκεψία: ἡ, ἔλλειψις ἐπισκοπήσεως, ἐξετάσεως, παρατηρήσεως, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 13, 8.
Greek Monolingual
ἀνεπισκεψία, η (Α)
έλλειψη επισκόπησης, εξέτασης.