ἀνεπτόμην

From LSJ

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτεροςthough they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source

French (Bailly abrégé)

dor. ἀνεπτόμαν;
ao.2 de ἀναπέτομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεπτόμην: aor. 2 к ἀναπέτομαι.