ἀνισοβαρής
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
English (LSJ)
ἀνισοβαρές, unequal in weight, Simp.in Cael.225.34, Alex. Aphr.in Top.166.24, 173.18.
Spanish (DGE)
-ές
de peso desigual πάντα τὰ ἀνισοβαρῆ Simp.in Cael.224.34, cf. Alex.Aphr.in Top.166.24, 173.17.
Greek Monolingual
-ές (και ανισόβαρος, -η, -ο)
(Α ἀνισοβαρής)
αυτός που δεν ἔχει ἴσο βάρος με κάποιον άλλο
νεοελλ.
ἄδικος, ἄνισος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνισος + -βαρής < βάρος. Η λ. με τη νεοελλ. σημασία της μαρτυρείται στον κληρικό και διδάσκαλο του Γένους Νικηφόρο Θεοτόκη (1731-1800)].