ἀνοικειότης
From LSJ
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
English (LSJ)
-ητος, ἡ,
A ineptitude, Eustr.in EN364.18.
2 incongruity, Iamb.Myst.1.4.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
1 falta de conexión Iambl.Myst.1.4
•falta de familiaridad Synes.Ep.55, 84.
2 ineptitud πρὸς τὸ προκείμενον τέλος Eustr.in EN 364.18.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοικειότης: -ητος, ἡ, ἔλλειψις οἰκειότητος, ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Συνεσ.