ἀνομβρέω
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
English (LSJ)
gush out with water, πηγή Ph.2.91: metaph., ὥσπερ ἀπὸ γῆς τῆς αἰσθήσεως -ησάντων παθῶν 1.575: c. acc., Pour forth, ὕδωρ 2.115: metaph., LXX Si.18.29,al., Ph.1.477.
Spanish (DGE)
1 intr. manar πηγή Ph.2.91
•fig. ὥσπερ ἀπὸ γῆς τῆς αἰσθήσεως ἀνομβρησάντων παθῶν Ph.1.575.
2 tr. manar ὕδωρ Ph.2.115, cf. Hsch.
•fig. παροιμίας LXX Si.18.29, πλείω Ph.1.477.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνομβρέω: ἀναβλύζω ὕδωρ, καθάπερ ἀπό τινος πηγῆς ἀνομβρούσης Φίλων 2. 91˙ μετ’ αἰτ. μεταφ., ἐκχέω τι ὡς ὕδωρ, «συνετοὶ ἐν λόγοις καὶ αὐτοὶ ἐσοφίσαντο, καὶ ἀνώμβρισαν παροιμίας ἀκριβεῖς» Ἑβδ. (Σειρὰχ ιη΄, 29, καὶ ἀλλαχοῦ).
German (Pape)
stark beregnen, Sp. Bei B.A. 406 wird ἀνομβροῦσαι, = ἀναβλύζουσαι erkl.