ἀντέραμαι

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντέρᾰμαι Medium diacritics: ἀντέραμαι Low diacritics: αντέραμαι Capitals: ΑΝΤΕΡΑΜΑΙ
Transliteration A: antéramai Transliteration B: anteramai Transliteration C: anteramai Beta Code: a)nte/ramai

English (LSJ)

aor. -ηράσθην, to be a rival in love, τινί τινος Luc.Musc. Enc.10.

French (Bailly abrégé)

être rival en amour.
Étymologie: ἀντί, ἔραμαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντέρᾰμαι: ἀόρ. -ηράσθην: ἀποθ., ἀντεράω, καὶ ἀντερασθῆναί γε τῇ Σελήνη... τοῦ Ἐνδυμίωνος Λουκ. Μυίας Ἐγκώμ. 10.

Greek Monolingual

ἀντέραμαι (Α)
είμαι ερωτικός αντίζηλος κάποιου.

Greek Monotonic

ἀντέρᾰμαι: αόρ. αʹ -ηράσθην· αποθ., ανταγωνίζομαι κάποιον στην αγάπη κάποιου άλλου, τινί τινος, σε Λουκ.

Middle Liddell

to rival another in love for a person, τινί τινος Luc.