ἀντέραμαι
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
aor. -ηράσθην, to be a rival in love, τινί τινος Luc.Musc. Enc.10.
French (Bailly abrégé)
être rival en amour.
Étymologie: ἀντί, ἔραμαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντέρᾰμαι: ἀόρ. -ηράσθην: ἀποθ., ἀντεράω, καὶ ἀντερασθῆναί γε τῇ Σελήνη... τοῦ Ἐνδυμίωνος Λουκ. Μυίας Ἐγκώμ. 10.
Greek Monolingual
ἀντέραμαι (Α)
είμαι ερωτικός αντίζηλος κάποιου.
Greek Monotonic
ἀντέρᾰμαι: αόρ. αʹ -ηράσθην· αποθ., ανταγωνίζομαι κάποιον στην αγάπη κάποιου άλλου, τινί τινος, σε Λουκ.