ἀνταναγιγνώσκω
From LSJ
ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
English (LSJ)
read and compare, Cratin.386; νόμους D.20 Arg. ii 8, cf. PPetr.3p.50 (III B.C.).
Spanish (DGE)
leer a su vez ἀμφοτέρους τοὺς νόμους D.20.argumen.2.8, cf. Cratin.264D, PPetr.3.22a.7 (III a.C.)
•leer de nuevo en v. pas. ἀντανεγιγνώσκετο ἡ μελέτη Philostr.VS 579.
German (Pape)
[Seite 243] gegen eine andere Schrift lesen und damit vergleichen, Cratin. bei B. A. 410, vgl. 27.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταναγιγνώσκω: ἀναγινώσκω βιβλίον ἀντιπαραβάλλων αὐτὸ πρὸς ἄλλο, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 44, ἔνθα ἴδε Meineke. - «ἀνταναγνῶναι· ἀντιβάλλειν βιβλίον» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἀνταναγιγνώσκω(Α)
διαβάζω κείμενο σε αντιπαραβολή με κάποιο άλλο.