ἀντερειστικός

English (LSJ)

ἀντερειστική, ἀντερειστικόν, of or for resistance, ἕζις Metop. ap. Stob.3.1.115, Hierocl.p.23A.; κίνησις Simp. in Ph.1046.12.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que empuja, que presiona τὸ πάθος συνερειστικὸν ὁμοῦ καὶ ἀντερειστικὸν ἀποτελεῖται el proceso es al tiempo de presión recíproca y unilateral Hierocl.p.23.
2 que ofrece resistencia, resistente ἕξις γὰρ ἐντὶ ἀντερειστικὰ ... τῶν δεινῶν del valor, Metopus en Stob.3.1.115, σωματικὴν δὲ λέγει κίνησιν τὴν ἀντερειστικήν Simp.in Ph.1046.12, glos. a ἀθηρής AB 353.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντερειστικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιτήδειος εἰς ἀντίστασιν, ἕξις γάρ ἐντὶ ἀντερειστικὰ καὶ ὑποστατικὰ τῶν δεινῶν Μέτωπος παρὰ Στοβ. 10, Α. Β. 353, 9.