ἀντικλάω
From LSJ
φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth
English (LSJ)
bend back, Sch.Opp.H.1.152.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): jón. -κλαίω
llorar a su vez Hdt.3.14, Eust.37.14.
1 doblar hacia atrás Sch.Opp.H.1.152.
2 en v. med. retumbar βροντή Gr.Naz.M.37.1124A.
German (Pape)
[Seite 253] (s. κλάω), zurückbrechen, zurückprallen, Sp., z. B. Schol. Ar. Th. 909.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντικλάω: ἀντανακλάω, ἐπανέρχομαι, ἀντηχῶ, «οὐ μὴν ἐπὶ πάσης ἀντιτυπίας σωμάτων ἀντικλᾷ ἑαυτὴν ἡ φωνὴ» Ψελλ.: - Παθ., Γρηγ. Ναζ.