ἀντιρρέω
From LSJ
English (LSJ)
flow or (of wind) blow contrariwise, Poll.1.111.
Spanish (DGE)
fluir en dirección contraria Poll.1.111.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιρρέω: ῥέω ἢ (ἐπὶ ἀνέμου) πνέω ἐναντίως, τοῦ πνεύματος ἀντιρρέοντος Πολυδ. Α΄, 111.
Greek Monolingual
ἀντιρρέω (Α)
(για άνεμο) πνέω προς αντίθετη κατεύθυνση.
German (Pape)
(ῥέω), entgegenfließen.