ἀντροχαρής

From LSJ

Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein

Menander, Monostichoi, 401
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντροχᾰρής Medium diacritics: ἀντροχαρής Low diacritics: αντροχαρής Capitals: ΑΝΤΡΟΧΑΡΗΣ
Transliteration A: antrocharḗs Transliteration B: antrocharēs Transliteration C: antrocharis Beta Code: a)ntroxarh/s

English (LSJ)

ἀντροχαρές, cave-haunting, epithet of nymphs and Pan, Orph.H.11.12, 51.5.

Spanish (DGE)

(ἀντροχᾰρής) -ές
que frecuenta las cuevas epít. de Pan, Orph.H.11.12, de las ninfas, Orph.H.51.5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντροχᾰρής: -ές, (χαίρω), ὁ χαίρων να διαιτᾶται ἐντὸς ἄντρων, ἐπίθ. τῶν νυμφῶν καὶ τοῦ Πανός, Ὀρφ. Ὕμν. 11 καὶ 51.

Greek Monolingual

ἀντροχαρής (-οῦς), -ές (Α)
αυτός που χαίρεται και ζει μέσα στα άντρα (επίθ. του Πανός και των Νυμφών).

German (Pape)

ές, der Grotten sich freuend, sich gern in Grotten aufhaltend, Pan, Orph. H. 10; Nymphen, 50.