ἀντροχαρής
From LSJ
Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein
English (LSJ)
ἀντροχαρές, cave-haunting, epithet of nymphs and Pan, Orph.H.11.12, 51.5.
Spanish (DGE)
(ἀντροχᾰρής) -ές
que frecuenta las cuevas epít. de Pan, Orph.H.11.12, de las ninfas, Orph.H.51.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντροχᾰρής: -ές, (χαίρω), ὁ χαίρων να διαιτᾶται ἐντὸς ἄντρων, ἐπίθ. τῶν νυμφῶν καὶ τοῦ Πανός, Ὀρφ. Ὕμν. 11 καὶ 51.
Greek Monolingual
ἀντροχαρής (-οῦς), -ές (Α)
αυτός που χαίρεται και ζει μέσα στα άντρα (επίθ. του Πανός και των Νυμφών).
German (Pape)
ές, der Grotten sich freuend, sich gern in Grotten aufhaltend, Pan, Orph. H. 10; Nymphen, 50.