ἀνόμιχλος
From LSJ
Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein
English (LSJ)
ἀνόμιχλον, without mist, ἀήρ Arist.Mu.394a23.
Spanish (DGE)
-ον
que no tiene niebla, ἀήρ Arist.Mu.394a23, Ach.Tat.Fr.p.126.
German (Pape)
[Seite 240] (ὀμίχλη), nebellos, = ἀνέφελος, ἀνήρ Arist. mund. 4, 4.
Russian (Dvoretsky)
ἀνόμιχλος: не туманный, чистый, прозрачный (ἀ. καὶ ἀνέφελος ἀήρ Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνόμιχλος: -ον, ὁ ἄνευ ὁμίχλης, ἀνόμιχλος ἀὴρ Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 4.