чистый
From LSJ
Ἔρως δίκαιος καρπὸν εὐθέως φέρει → Cupiditas, quae sit iusta, fructum fert statim → Gerechtes Streben bringt geradewegs Ertrag
Russian > Greek
πρῶτος, ἄτρυγος, ἄκρατος, ἄκρητος, ἀμιγής, ἀκέραιος, ἑφθός, εὔπνοος, εὔπνους, παρθένιος, παρθένος, καλός, ἀνόμιχλος, ἀθόλωτος, ἄχραντος, ἀμίαντος, ἀμυσχρός, ἀδιάφθορος, ἄβατος, ἀπαράχυτος, ἀκηράσιος, χαλίκρατος, χαλίκρητος, ἀκήρατος, ἀτελής, σώφρων, σαόφρων, σύγχροος, σύγχρους, πάνεφθος, ἁπλόος, ἁπλοῦς, λαμπρός, φανός, λευκός, ἀσόλοικος, λεπταλέος, πιστικός, ὅσιος, εὐπλυνής, ἐϋπλυνής, εἰλικρινής, εἱλικρινής, καθαρός, ἁγνός, εὔζωρος, καθάριος, ἰθαρός, φοῖβος, αἴθριος, εὐαγής, ζωρός, εὐαγής