Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
[Seite 208] att, für ἀναΐσσω, w. m. s.
att. c. ἀνᾴσσω.
ἀνᾴττω: атт. стяж. = ἀναΐσσω.