ἀοκνία
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
ἡ, not shrinking from, c. gen., πόνων Hp.Epid.6.4.18; censured by Poll.3.120.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ abstención c. gen. ἀ. πόνων Hp.Epid.6.4.18.
German (Pape)
[Seite 272] ἡ, Unverdrossenheit, πόνων, zu Anstrengungen, Plut. de san. tu. p. 390, wahrsch. aus Hippocr.; Poll. 3, 120 tadelt das Wort.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
patience.
Étymologie: ἄοκνος.
Greek Monolingual
ἀοκνία, η (Α)
το να μην αποφεύγει κάποιος τον κόπο της εργασίας, φιλοπονία, εργατικότητα.
Russian (Dvoretsky)
ἀοκνία: ион. ἀοκνίη ἡ неутомимость, рвение (ἀ. πόνων Plut.).