ἀπογεννάω

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπογεννάω Medium diacritics: ἀπογεννάω Low diacritics: απογεννάω Capitals: ΑΠΟΓΕΝΝΑΩ
Transliteration A: apogennáō Transliteration B: apogennaō Transliteration C: apogennao Beta Code: a)pogenna/w

English (LSJ)

A produce, Hp.Morb.1.25 (Pass.); τὸ ὅμοιον Thphr. CP 1.16.12; γάλα Sor.1.27; συμπτώματα Gal.7.200; of atoms generating bodies, Epicur.Nat.22 G., cf. Diog.Oen.20, Aen.Gaz.Thphr. p.42B.; ἀ. δυσμένειαν Demad.15:—Pass., Epicur.Ep.2p.40U.; τὰ ὑπὸ μεγαλοφροσύνης ἀπογεννώμενα Longin.15.12, cf. Ph.1.144, Plot.6.1.6, etc.
II destroy, ἐγώ εἰμι ὁ γεννῶν καὶ ὁ ἀπογεννῶν PMag.Lond.46.155.

Spanish (DGE)

I 1tr. en v. act. producir, engendrar c. ac. δυσμένειαν Demad.15, τὸ ὅμοιον Thphr.CP 1.16.12, τοιαῦτα Epicur.Fr.[34] 1.6, τὰ πάθη Gem.17.20, αἰτίας Gal.7.200, τὸ γάλα Sor.74.16, τὰ πράγματα Diog.Oen.19.2.9, ἀπογεννᾷ τὸ οἰκεῖον ἑαυτῇ πλῆθος Procl.Inst.21, cf. 163, τὸ πρῶτον Aen.Gaz.Thphr.p.37, ἀέρα Ocell.1.12, ref. a Cristo como engendrado por el Padre πατὴρ ἀγαθὸν ἀπογεννήσας καρπόν Eus.LC 12, cf. Iust.Phil.M.6.1209A
abs. τὸ δὲ ἀποτεκεῖν καὶ ἀπογεννῆσαι Artem.1.14
en v. pas. ἀνάγκη ἀπογεννηθεῖσα Epicur.Ep.[3] 92, περὶ τῶν ... ὑπὸ μεγαλοφροσύνης ... ἀπογεννωμένων Longin.15.12, (ἡ γῆ) ἀπεγεννήθη Diodor.T.Ps.M.33.1624D.
2 intr. en v. med.-pas. producirse, surgir ἀπὸ τούτων ἀπογεννᾶται ὁ ἱδρώς Hp.Morb.1.25, τὰ δὲ ἀμφοτέρων ἀπογεννώμενα Hero Def.136.33, τὰς ἐκ τούτων ἀπογεννωμένας ἀρετάς Ph.1.144, ὅμοιον δὲ πρὸς ὅμοιον τί ἂν ἔχοι ἀπογεννώμενον; Plot.6.1.6.
II destruir ὁ γεννῶν καὶ ἀπογεννῶν PMag.5.155.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπογεννάω: γεννῶ ἀπό τινος, παράγω, ἀπὸ τούτων ἀπογεννᾶται ὁ ἱδρὼς Ἱππ. 458· μηδεμίαν ἀπογεννῆσαι δυσμένειαν Δημάδ. 180. 18.

Léxico de magia

destruir ἐγώ εἰμι ὁ γεννῶν καὶ ἀπογεννῶν yo soy el que crea y el que destruye (en una invocación al Acéfalo) P V 155

German (Pape)

daraus erzeugen, hervorbringen, Hippocr. und Sp., z.B. ἀπογεννᾶσθαι ἔκ τινος Ath. VII.285a.