ἀποδιάκειμαι

From LSJ

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδιάκειμαι Medium diacritics: ἀποδιάκειμαι Low diacritics: αποδιάκειμαι Capitals: ΑΠΟΔΙΑΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: apodiákeimai Transliteration B: apodiakeimai Transliteration C: apodiakeimai Beta Code: a)podia/keimai

English (LSJ)

Pass., have a distaste, πρός τι Aët.8.76.

Spanish (DGE)

tener aversión, estar predispuesto en contra πρὸς τὸ μέλι Aët.8.76 (p.550), c. dat., Clem.Al.Paed.2.8.65.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδιάκειμαι: παθ., εἶμαι διατεθειμένος ἐναντίον τινός, δὲν μοι ἀρέσκει, βδελύσσομαί τι, ἀποδιάκειμαι τοῖς μύροις Κλήμ. Ἀλ. 208.

Greek Monolingual

ἀποδιάκειμαι (Α)
δεν μου αρέσει κάτι.