ἀποδιάκειμαι
From LSJ
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
English (LSJ)
Pass., have a distaste, πρός τι Aët.8.76.
Spanish (DGE)
tener aversión, estar predispuesto en contra πρὸς τὸ μέλι Aët.8.76 (p.550), c. dat., Clem.Al.Paed.2.8.65.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδιάκειμαι: παθ., εἶμαι διατεθειμένος ἐναντίον τινός, δὲν μοι ἀρέσκει, βδελύσσομαί τι, ἀποδιάκειμαι τοῖς μύροις Κλήμ. Ἀλ. 208.
Greek Monolingual
ἀποδιάκειμαι (Α)
δεν μου αρέσει κάτι.