ἀποικονόμησις

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποικονόμησις Medium diacritics: ἀποικονόμησις Low diacritics: αποικονόμησις Capitals: ΑΠΟΙΚΟΝΟΜΗΣΙΣ
Transliteration A: apoikonómēsis Transliteration B: apoikonomēsis Transliteration C: apoikonomisis Beta Code: a)poikono/mhsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, getting rid of a thing, Cass.Pr.70.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
acción de quitarse de encima, descarga, evacuación ἐπὶ τῶν ῥοωδῶς πυρεσσόντων, διαφορήσεως οὔσης καὶ ἀποικονομήσεως ..., θερμασία τις ἐπιφαίνεται Cass.Pr.70.

German (Pape)

[Seite 304] ἡ, das Verbrauchen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποικονόμησις: -εως, ἡ, ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπό τινος πράγματος, Κασσ. Πρβλ. 70.