ἀπονήμενος
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
English (LSJ)
v. ἀπονίναμαι.
Spanish (DGE)
ἀπόνητο v. ἀπονίναμαι.
French (Bailly abrégé)
part. ao.2 épq. de ἀπονίναμαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀπονήμενος: part. к ἀπονίναμαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπονήμενος: ἴδε τὸ ῥῆμα ἀπονίναμαι.
English (Autenrieth)
see ἀπονίνημι.
Greek Monotonic
ἀπονήμενος: μτχ. αορ. βʹ του ἀπονίναμαι.