ἀπονεκρόω
γράμματα στικτὰ οὐ ποιήσετε ἐν ὑμῖν· ἐγώ εἰμι κύριος ὁ θεὸς ὑμῶν → you shall not make tattooed signs on yourselves; I am your Lord God
English (LSJ)
destroy, Dsc.Eup.1.204; especially of cold, benumb, Tz.H.1.332:—Pass., to be quite killed, be benumbed, τοὺς πόδας D.S. 2.12, cf. Luc.VH2.1: metaph., τὸ αἰδῆμον ἀπονενέκρωται Arr.Epict. 4.5.21; τῆς ψυχῆς -ουμένης ib.1.5.4.
Spanish (DGE)
1 intr. en v. med.-pas. quedar mortificado, gangrenarse c. ac. de rel. τοὺς πόδας D.S.2.12
•descomponerse τὸ κῆτος Luc.VH 2.1, cf. Dsc.Eup.1.204
•fig. quedar paralizado o como muerto de los guardias ante el sepulcro de Jesús OBodl.2166.4, τὸ αἰδῆμον Arr.Epict.4.5.21, τῆς ψυχῆς ἀπονεκρουμένης Arr.Epict.1.5.4.
2 tr. en v. act. destruir ἀνθρώπους ... ἀπονεκροῦν Tz.H.1.335.
German (Pape)
[Seite 316] absterben machen, ertödten, Sp.; – Pass., absterben, Luc. V. Hist. 2, 1; ἀπονεκροῦται τοὺς πόδας D. Sic. 2, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπονεκρόω: ἐπὶ τῶν ἀποτελεσμάτων τοῦ ψύχους, νεκρώνω ἐντελῶς. Τζέτζ. Χιλ. 1. 332: ― μεταφ., ἀπ. ἐλπίδας Ρήτορες (Walz) 1. 472: ― Παθ., εἶμαι ὅλως νενεκρωμένος, νεκροῦμαι ἐντελῶς, καθίσταμαι ἀναίσθητος, Διόδ. 2. 12., πρβλ. Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστορ. 2. 1: ― μεταφ., τὸ αἰδῆμον ἀπονενέκρωται Ἀρρ. Επίκτ. 4. 5, 21.