ἀποπληκτικός
Φιλίας δοκιμαστήριον ὁ χωρισμὸς φίλων → Probas amicum, ab eo si longe absies → Der Freundschaft Probe ist die Trennung von dem Freund
English (LSJ)
ἀποπληκτική, ἀποπληκτικόν, paralysed, ἀποπληκτικός τὰ δεξιά, ἀποπληκτικός τὰ ἀριστερά, Hp.Coac.467, cf. Arist.Rh.1411a21; τὰ ἐξαίφνης ἀποπληκτικά = apoplectic seizures, Hp.Coac.470; τὰ ἀποπληκτικὰ νοσήματα Arist.Pr.954b30.
Spanish (DGE)
ἀποπληκτική, ἀποπληκτικόν
medic. paralítico, que sufre apoplejía, apoplético Hp.Coac.466, εἰς ἀποπληκτικόν τινα Σπεύσιππον a cierto paralítico (llamado) Espeusipo Arist.Rh.1411a21, τὰ ἀποπληκτικὰ νοσήματα Arist.Pr.954b30, c. ac. de rel. ἀποπληκτικοὶ γίνονται τὰ δεξιὰ ἢ τὰ ἀριστερά Hp.Coac.467
•subst. τὰ ἀποπληκτικά = ataques de apoplejía Hp.Prorrh.1.82, Coac.469, 470.
German (Pape)
[Seite 319] zum Schlagfluß geneigt, apoplectisch, Medic.; Arist. rhet. 3, 10.
Russian (Dvoretsky)
ἀποπληκτικός:
1 разбитый параличом Arst.;
2 апоплексический (νοσήματα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπληκτικός: -ή, -όν, ἀπόπληκτος, Ἀριστ. Ρητ. 3. 10. 7· τὰ ἀποπληκτικά, σχεδὸν = ἀποπληξία, Ἱππ. Κωακ. 193· τὰ ἀπ. νοσήματα, τὰ ἀνήκοντα εἰς τὴν ἀποπληξίαν, Ἀριστ. Πρβλ. 30. 1, 25.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀποπληκτικός, -ή, -όν)
ο σχετικός με την αποπληξία
αρχ.
ο απόπληκτος.
Translations
paralytic
Catalan: paralític; Esperanto: paralizulo; French: paralytique; Galician: paralítico; Italian: paralitico, paralitica; Khmer: កង្វិន; Maore Comorian: shirewe; Maori: pararūtiki; Polish: paralityk, paralityczka; Portuguese: paralítico; Romanian: paralitic, paralitică; Spanish: paralítico, paralítica