ἀπορίπτω
From LSJ
English (LSJ)
poet. for ἀπορρίπτω.
Spanish (DGE)
v. ἀπορρίπτω.
German (Pape)
[Seite 322] = ἀποῤῥίπτω, Anacr. 39.
Russian (Dvoretsky)
ἀπορίπτω: Anacr., Pind. = ἀπορρίπτω.
Chinese
原文音譯:¢po¸?⋯ptw 阿坡-而里普拖
詞類次數:動詞(1)
原文字根:從-投 相當於: (שָׁלַךְ)
字義溯源:投出,跳下,投下,丟棄,放;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(ῥίπτω)*=拋擲)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 跳下(1) 徒27:43
French (New Testament)
sauter (d'un bateau) ; se précipiter