ἀπορχέομαι

From LSJ

ἔσῃ γὰρ ὡς πετεινοῦ ἀνιπταμένου νεοσσὸς ἀφῃρημένος → for you will be as a nestling taken away from a bird that is flying

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπορχέομαι Medium diacritics: ἀπορχέομαι Low diacritics: απορχέομαι Capitals: ΑΠΟΡΧΕΟΜΑΙ
Transliteration A: aporchéomai Transliteration B: aporcheomai Transliteration C: aporcheomai Beta Code: a)porxe/omai

English (LSJ)

dance away, lose by dancing, γάμον Hdt.6.129.

Spanish (DGE)

perder bailando ἀπορχήσαό γε μὲν τὸν γάμον Hdt.6.129.

German (Pape)

[Seite 323] vertanzen, γάμον Her. 6, 29, sich durch Tanzen um die Braut bringen.

French (Bailly abrégé)

ἀπορχοῦμαι;
ao. ἀπωρχησάμην;
perdre en dansant, acc..
Étymologie: ἀπό, ὀρχέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀπορχέομαι: упускать из-за пляски, «проплясать» (γάμον Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπορχέομαι: χάνω τι ἔνεκεν ὀρχήσεως, ὧ παῖ Τισάνδρου, ἀπωρχήσαό γε μὴν τὸν γάμον, δηλ. τῇ ἀσχημοσύνῃ τῆς ὀρχήσεως ἀπέβαλες αὐτὸν, Ἡρόδ. 6. 129.

Greek Monotonic

ἀπορχέομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., χάνω κάτι εξαιτίας του χορού μου, δηλ. διώχνω χορεύοντας, τὸν γάμον, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

Dep. to dance a thing away, i. e. lose by dancing, τὸν γάμον Hdt.