ἀποσυνεργέω
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
thwart, oppose, ib.27, al., S.E.P.1.212; of planetary influence, Ptol. Tetr.3.
Spanish (DGE)
intr. oponerse siempre op. συνεργεῖν, c. dat. τοῖς δὲ ἀσυμφόρως (γιγνομένοις) Sor.17.19
•c. πρός y ac. πρὸς τὴν γνῶσιν τῆς Ἡρακλειτείου φιλοσοφίας S.E.P.1.212
•c. κατά y ac. de la influencia de los planetas ἀποσυνεργούντων κατά τι τῶν λοιπῶν Ptol.Tetr.1.2.5.
German (Pape)
[Seite 328] das Gegentheil von συνεργέω, hinderlich sein, Sext. Emp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσυνεργέω: ἐντονώτερον τοῦ οὐ συνεργέω, ἐναντιοῦμαι, ἀντενεργῶ, οὐ μόνον οὐ συνεργεῖ πρὸς τὴν γνῶσιν, ἀλλὰ καὶ ἀποσυνεργεῖ Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 212.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσυνεργέω: не содействовать, противодействовать (οὐ μόνον οὐ συνεργεῖν πρός τι, ἀλλὰ καὶ ἀ. Sext.).